διαύγεια

διαύγεια
[диавгиа] ουσ. Θ. ясность, прозрачность,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαύγεια" в других словарях:

  • διαυγείᾳ — διαυγείᾱͅ , διαύγεια translucency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαύγεια — translucency fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαύγεια — (ΑΝ) και διαυγία, η (Α) 1. διαφάνεια, καθαρότητα, ορατότητα («διαύγεια ατμόσφαιρας») 2. σαφήνεια, ευκρίνεια («διαύγεια πνεύματος» «) αρχ. τρύπα απ όπου περνά το φως, φεγγίτης («κοντὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν (τῶν οἰκιῶν) ἀπολελειμμένης διαύγειας»,… …   Dictionary of Greek

  • διαύγεια — η η σαφήνεια, η καθαρότητα. Πνευματική διαύγεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαυγείας — διαυγείᾱς , διαύγεια translucency fem acc pl διαυγείᾱς , διαύγεια translucency fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαυγειῶν — διαύγεια translucency fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαυγείαις — διαύγεια translucency fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαύγειαι — διαύγεια translucency fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαύγειαν — διαύγεια translucency fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»